προοδοιπόρος

προοδοιπόρος
προοδοιπόρ-ος (parox.), ,
A one who travels before, Hsch. s.v. ὁδουρός.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προοδοιπόρος — ὁ, Α αυτός που βαδίζει μπροστά, που προηγείται σε οδοιπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὁδοιπόρος] …   Dictionary of Greek

  • προοδοιπορώ — έω, ΜΑ [προοδοιπόρος] 1. προηγούμαι, προπορεύομαι («προοδοιπορών τῷ ἀδελφῷ», Λουκ.) 2. (για τους νεκρούς) απέρχομαι πρώτα, αναχωρώ προηγουμένως αρχ. παθ. προοδοιποροῡμαι διανύομαι, διατρέχομαι από οδοιπόρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”